φαλάγγι

φαλάγγι
το
1. είδος δηλητηριώδους αράχνης, σφαλάγγι, ρωγαλίδα: Τον δάγκωσε φαλάγγι.
2. (ναυτ.), καθένα από τα δοκάρια που τοποθετούνται εγκάρσια στη σκάρα της ναυπηγικής κλίνης.
3. καθένα από τα στρογγυλά δοκάρια (από κορμούς δέντρων) που τοποθετούνται κάτω από σκάφος για ανέλκυση ή καθέλκυση, ή κάτω από μεγάλα βάρη για την εύκολη μετακίνησή τους, το κατρακύλι.
4. μτφ., το κατρακύλισμα, η κατρακύλα, ο κατήφορος: Πήραμε τους εχθρούς φαλάγγι (τους τρέψαμε σε φυγή).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φαλάγγι — το, Ν βλ. φαλάγγιο …   Dictionary of Greek

  • φάλαγγι — φάλαγξ line of battle fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλαγγίτας — φαλαγγί̱τᾱς , φαλαγγίτης soldier in a phalanx masc acc pl φαλαγγί̱τᾱς , φαλαγγίτης soldier in a phalanx masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλαγγιτῶν — φαλαγγῑτῶν , φαλαγγίτης soldier in a phalanx masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλαγγίταις — φαλαγγί̱ταις , φαλαγγίτης soldier in a phalanx masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλαγγίτην — φαλαγγί̱την , φαλαγγίτης soldier in a phalanx masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλαγγίτης — φαλαγγί̱της , φαλαγγίτης soldier in a phalanx masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλαγγίτου — φαλαγγί̱του , φαλαγγίτης soldier in a phalanx masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλάγγιο — το / φαλάγγιον, ΝΜΑ, και φαλάγγι και σφαλάγγι Ν, και φαλαγγεῑον Α 1. είδος αράχνης, η ρωγαλίδα 2. ναυτ. καθεμιά από τις στρογγυλές δοκούς, πάνω στην οποία μετακινείται ένα βάρος καθώς αυτές κυλίονται, και ιδίως εκείνες που χρησιμοποιούνται για… …   Dictionary of Greek

  • ГОПЛИТЫ —    • Όπλι̃ται,          пешие воины с тяжелым вооружением в войсках греков; в героическое время они были лишь неважной дружиной какого нибудь знатного человека, правителя. После переселения дорян способ ведения войны изменился, так что Г. не… …   Реальный словарь классических древностей

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”